- ειρηνευτής
- ο (θηλ ειρηνεύτρια και ειρηνεύτρα) (Μ εἰρηνευτής)ειρηνοποιός, συμφιλιωτής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ειρηνευτής — ο θηλ. εύτρια και εύτρα ειρηνοποιός, συμφιλιωτής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ερρίκος — I (Enrico, 1174 – 1216). Λατίνος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης (1205 16). Πήρε μέρος στην Δ’ Σταυροφορία (1201) και στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης (1204). Ανακηρύχθηκε αντιβασιλιάς το 1205, όταν ο αυτοκράτορας αδελφός του, Βαλδουίνος… … Dictionary of Greek
Μενήνιος Αγρίππας — (Menenius Agrippa, 6ος – 5ος αι. π.Χ.). Ρωμαίος πολιτικός. Διετέλεσε ύπατος το 503 π.Χ., νίκησε τους Σαβίνους και τέλεσε θρίαμβο. Η φήμη του είναι συνδεδεμένη με την αποστασία των πληβείων, οι οποίοι, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την καταπιεστική… … Dictionary of Greek
ειρηνοποιός — ο που επαναφέρει την ειρήνη, που συμβιβάζει διαφορές, ο ειρηνευτής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)